- παράθυρος
- παράθυροςstone forming part of a side-doorfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράθυρος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα 2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ παράθυρος (ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παράθυρος (ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος τής πλαϊνής πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θυρος (< θύρα «πόρτα»] … Dictionary of Greek
παραθύρου — παράθυρος stone forming part of a side door fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθύρους — παράθυρος stone forming part of a side door fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθύρων — παράθυρος stone forming part of a side door fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθύρῳ — παράθυρος stone forming part of a side door fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράθυρον — παράθυρος stone forming part of a side door fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)